- κατευτελίζω
- κατευτελίζω (AM)(επιτ. τ. τού ευτελίζω) κάνω κάτι τελείως ευτελές, εξευτελίζω («τὰς Μιλτιάδου πράξεις ὑπὸ πόδας τιθεμένου και κατευτελίζοντος», Πλούτ.)μσν.(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατηυ(ευ)τελισμένος, -η, -ονκαταφρονημένος, περιφρονημένος.
Dictionary of Greek. 2013.